ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΟΙΚΙΛΟ ... (7 elements)

ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ · ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΙΑ · ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΟΣ · ΠΟΙΚΙΛΟΣ · ΠΟΙΚΙΛΟΤΡΟΠΩΣ · ΠΟΙΚΙΛΟΧΡΩΜΟΣ · ΠΟΛΥΠΟΙΚΙΛΟΣ

... ΠΟΙΚΙΛ ... (13 elements)

ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ · ΔΙΑΠΟΙΚΙΛΛΩ · ΠΟΙΚΙΛΙΑ · ΠΟΙΚΙΛΙΑΣ · ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ · ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ · ΠΟΙΚΙΛΛΩ · ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΟΣ · ΠΟΙΚΙΛΟΧΡΩΜΟΣ · ΠΟΛΥΠΟΙΚΙΛΟΣ

... ΟΠΟΙΚΙΛΟ ... (1 element)

ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ

... ΠΟΙΚΙΛΟΜ ... (2 elements)

ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΙΑ · ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΟΣ

... ΠΟΙΚΙΛΟΣ ... (2 elements)

ΠΟΙΚΙΛΟΣ · ΠΟΛΥΠΟΙΚΙΛΟΣ

... ΠΟΙΚΙΛΟΤ ... (2 elements)

ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ · ΠΟΙΚΙΛΟΤΡΟΠΩΣ

... ΠΟΙΚΙΛΟΧ ... (1 element)

ΠΟΙΚΙΛΟΧΡΩΜΟΣ

... ΥΠΟΙΚΙΛΟ ... (1 element)

ΠΟΛΥΠΟΙΚΙΛΟΣ