ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΠΛΕΟ ... (17 elements)el (17) : ΕΠΙΠΛΕΟΝ · ΕΠΙΠΛΕΟΝΤΑ · ΠΛΕΟΝ · ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ · ΠΛΕΟΝΕΚΤΙΚΑ · ΠΛΕΟΝΕΚΤΙΚΗ · ΠΛΕΟΝΕΚΤΙΚΟΣ · ΠΛΕΟΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΠΛΕΟΝΕΚΤΩ · ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ | |
ΕΙΛΕΟΚΟΛΙΚΗ · ΕΙΛΕΟΣ · ΕΙΛΕΟΤΥΦΛΙΚΗ · ΕΙΛΕΟΥ · ΛΕΟ · ΝΟΥΚΛΕΟΖΙΤΗΣ · ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΩΝ · ΣΤΕΙΛΕΟΣ · ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΑΣ · ΧΕΙΛΕΟΦΩΝΟ ΙΣΟΠΛΕΥΡΟ · ΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ · ΜΕΣΟΠΛΕΥΡΙΑ · ΜΟΝΟΠΛΕΥΡΟΣ · ΝΤΟΥΠΛΕΞ · ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΟΣ · ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟ · ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟΣ · ΣΙΔΗΡΟΠΛΕΥΡΟΣ · ΤΑΒΙΣΟΥΠΛΕΜΠΑ | |
ΕΠΙΠΛΕΟΝ · ΕΠΙΠΛΕΟΝΤΑ ΕΠΙΠΛΕΟΝΤΑ · ΠΛΕΟΝ · ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ · ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΣ · ΠΛΕΟΝΕΚΤΙΚΑ |