ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΨΥΧ ... (20 elements)el (20) : ΑΥΤΟΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ · ΓΕΝΝΑΙΟΨΥΧΙΑ · ΛΙΓΟΨΥΧΟΣ · ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΑ · ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ · ΜΙΚΡΟΨΥΧΙΑ · ΝΕΥΡΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ · ΟΛΟΨΥΧΑ · ΟΜΟΨΥΧΙΑ · ΠΟΝΟΨΥΧΙΑ | |
ΑΠΟΨΥΚΤΗΣ · ΑΠΟΨΥΞΗ · ΑΠΟΨΥΧΩ · ΚΑΚΟΨΥΧΟ · ΚΑΚΟΨΥΧΟΣ · ΛΙΓΟΨΥΧΟΣ · ΛΙΠΟΨΥΧΟΣ · ΛΙΠΟΨΥΧΩ · ΟΜΟΨΥΧΙΑ · ΣΑΡΚΟΨΥΛΛΟΣ ΞΕΨΥΧΙΣΜΕΝΑ · ΞΕΨΥΧΙΣΜΕΝΟΣ · ΞΕΨΥΧΩ · ΨΥΧΡΑ · ΨΥΧΡΑΙΜΑ · ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ · ΨΥΧΡΑΙΜΟΣ · ΨΥΧΡΑΙΝΟΜΑΙ · ΨΥΧΡΑΤΣΑΛΩΝΩ · ΨΥΧΡΟ | |
ΛΙΓΟΨΥΧΟΣ ΓΕΝΝΑΙΟΨΥΧΙΑ ΚΑΚΟΨΥΧΟ · ΚΑΚΟΨΥΧΟΣ ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΑ · ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ · ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΟΣ · ΟΛΟΨΥΧΑ · ΟΛΟΨΥΧΟΣ ΟΜΟΨΥΧΙΑ ΠΟΝΟΨΥΧΙΑ · ΠΟΝΟΨΥΧΟΣ ΑΥΤΟΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ · ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΑ · ΟΛΟΨΥΧΑ ΓΕΝΝΑΙΟΨΥΧΙΑ · ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ · ΜΙΚΡΟΨΥΧΙΑ · ΝΕΥΡΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ · ΟΜΟΨΥΧΙΑ ΚΑΚΟΨΥΧΟ · ΚΑΚΟΨΥΧΟΣ · ΛΙΓΟΨΥΧΟΣ · ΛΙΠΟΨΥΧΟΣ · ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΟΣ ΑΠΟΨΥΧΩ · ΛΙΠΟΨΥΧΩ ΑΠΟΨΥΧΩ · ΛΙΠΟΨΥΧΟΣ · ΛΙΠΟΨΥΧΩ ΜΙΚΡΟΨΥΧΙΑ · ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΣ · ΝΕΥΡΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ · ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΑΥΤΟΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ |