ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΣΥΜΦ ... (1 element)el (1) : ΑΠΟΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΟΣ | |
ΑΠΟΣΥΜΠΙΕΖΩ · ΑΠΟΣΥΜΠΙΕΣΗ · ΑΠΟΣΥΜΠΛΕΚΩ · ΑΠΟΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΟΣ · ΑΥΤΟΣΥΜΒΑΣΗ · ΜΥΣΤΙΚΟΣΥΜΒΟΥΛΟΣ · ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΤΕΣ · ΠΡΟΣΥΜΝΑ · ΣΥΜΠΛΕΚΤΙΚΟΣΥΜΒΟΛΟ · ΥΠΟΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΑΠΟΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΟΣ · ΑΣΥΜΦΟΡΟΣ · ΑΣΥΜΦΩΝΟΣ · ΣΥΜΦΟΡΑ · ΣΥΜΦΟΡΕΣ · ΣΥΜΦΟΡΗΣΗ · ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ · ΣΥΜΦΩΝΟ · ΣΥΜΦΩΝΟΣ · ΣΥΜΦΩΝΟΥ | |
ΑΠΟΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΟΣ ΑΠΟΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΟΣ |