ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΡΦΩ ... (45 elements)el (45) : ΑΜΟΡΦΩΤΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ · ΑΠΟΔΙΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ · ΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ | |
ΘΟΡΦΙΝ · ΚΟΡΦΟΣ · ΜΟΡΦΟΥ · ΜΟΡΦΟΧΑΛΥΒΕΣ · ΝΟΡΦΟΚ · ΝΟΡΦΟΛΚ · ΟΜΟΡΦΟΣ · ΟΜΟΡΦΟΥΛΑ · ΟΜΟΡΦΟΥΛΗΣ · ΣΥΜΜΟΡΦΟΥΜΕΝΟΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ · ΑΠΟΔΙΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ · ΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ · ΥΠΕΡΦΩΤΙΖΩ | |
ΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΕΠΙΜΟΡΦΩΝΩ · ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ ΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΜΑΙ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΜΑΙ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΜΟΡΦΩΤΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ |