ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΡΙΖΟ ... (12 elements)el (12) : ΖΟΡΙΖΟΜΑΙ · ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ · ΟΡΙΖΟΝΤΑ · ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ · ΟΡΙΖΟΝΤΙΕΣ · ΟΡΙΖΟΝΤΙΟ · ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΣ · ΟΡΙΖΟΝΤΙΩΝΟΜΑΙ · ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΟ · ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΟΣ | |
ΕΞΟΡΙΖΩ · ΖΟΡΙΖΩ · ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΩ · ΚΑΤΗΦΟΡΙΖΩ · ΟΡΙΖΩ · ΠΕΡΙΟΡΙΖΩΝ · ΠΡΟΟΡΙΖΕΤΑΙ · ΠΡΟΟΡΙΖΩ · ΦΘΟΡΙΖΩΝ · ΦΩΣΦΟΡΙΖΩ ΓΚΡΙΖΟΜΑΛΛΗΣ · ΓΚΡΙΖΟΜΑΥΡΟΣ · ΝΤΑΡΑΒΕΡΙΖΟΜΑΙ · ΞΕΚΛΗΡΙΖΟΜΑΙ · ΣΤΗΡΙΖΟΜΑΙ · ΣΥΜΜΕΡΙΖΟΜΑΙ · ΣΦΕΤΕΡΙΖΟΜΑΙ · ΤΗΛΕΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΣ · ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΜΑΙ · ΧΑΡΙΖΟΜΑΙ | |
ΖΟΡΙΖΟΜΑΙ ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΟ · ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΖΟΡΙΖΟΜΑΙ · ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΟ · ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑ · ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ · ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ · ΟΡΙΖΟΝΤΙΕΣ · ΟΡΙΖΟΝΤΙΟ |