ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΡΓΟ ... (17 elements)el (17) : ΑΜΟΡΓΟΣ · ΑΜΟΡΓΟΥ · ΑΣΤΟΡΓΟΣ · ΒΟΡΓΟΝΑ · ΓΟΡΓΟ · ΓΟΡΓΟΔΙΑΒΑΙΝΩ · ΓΟΡΓΟΣ · ΟΡΓΟΥΕΛ · ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΣ · ΦΟΡΓΟΥΟΡΝΤ | |
ΑΜΟΡΓΙΑΝΟΙ · ΑΜΟΡΓΙΝΟΣ · ΑΜΟΡΓΟΣ · ΑΜΟΡΓΟΥ · ΓΟΡΓΑ · ΓΟΡΓΑΔΑ · ΜΟΡΓΑΝΑΤΙΚΟΣ · ΜΟΡΓΚΑΝ · ΜΟΡΓΚΑΝΑ · ΜΟΡΓΚΑΟΥΖ ΑΓΑΘΟΕΡΓΟΣ · ΑΥΤΟΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΑΙ · ΑΥΤΟΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟΣ · ΕΝΕΡΓΟΥΜΑΙ · ΕΝΕΡΓΟΥΜΕΝΟ · ΕΡΓΟ · ΕΡΓΟΥ · ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ · ΕΡΓΟΧΕΙΡΟΥ · ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΟΣ | |
ΒΟΡΓΟΝΑ ΓΟΡΓΟ · ΓΟΡΓΟΔΙΑΒΑΙΝΩ · ΓΟΡΓΟΛΑΙΝΗ · ΓΟΡΓΟΝΑ · ΓΟΡΓΟΝΕΣ ΑΜΟΡΓΟΣ · ΑΜΟΡΓΟΥ ΓΟΡΓΟΔΙΑΒΑΙΝΩ ΓΟΡΓΟΛΑΙΝΗ ΒΟΡΓΟΝΑ · ΓΟΡΓΟΝΑ · ΓΟΡΓΟΝΕΣ · ΓΟΡΓΟΝΗ · ΓΟΡΓΟΝΙΟ ΑΜΟΡΓΟΣ · ΑΣΤΟΡΓΟΣ · ΓΟΡΓΟΣ · ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΣ ΑΜΟΡΓΟΥ · ΟΡΓΟΥΕΛ · ΦΟΡΓΟΥΟΡΝΤ ΑΣΤΟΡΓΟΣ · ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΣ ΦΟΡΓΟΥΟΡΝΤ |