ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΠΕΥΤ ... (6 elements)el (6) : ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ · ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ · ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΗ · ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΟΣ · ΣΚΟΠΕΥΤΡΟ · ΣΚΟΠΕΥΤΩΝ | |
ΑΓΡΙΟΠΕΥΚΟ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΣΕΙ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΣΗ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΩ · ΜΑΣΤΡΟΠΕΥΩ · ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΥΣ · ΣΚΟΠΕΥΣΗ · ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΟΣ · ΣΚΟΠΕΥΤΩΝ · ΣΚΟΠΕΥΩ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ · ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟΣ · ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΟΣ · ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ · ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ · ΘΩΠΕΥΤΗΣ · ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ · ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ · ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ · ΦΥΣΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ | |
ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ · ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ · ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΗ · ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΟΣ · ΣΚΟΠΕΥΤΡΟ ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ · ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΗ · ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΡΟ ΣΚΟΠΕΥΤΩΝ |