ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΟΛΙ ... (6 elements)el (6) : ΑΛΚΟΟΛΙΚΗ · ΑΛΚΟΟΛΙΚΟ · ΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ · ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ · ΑΝΤΙΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ · ΝΕΟΟΛΙΘΙΚΗ | |
ΔΙΠΟΛΙΚΗ · ΔΙΠΟΛΙΚΟΣ · ΚΑΛΛΙΠΟΛΙΣ · ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ · ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ · ΣΦΟΛΙΑΤΑ · ΤΡΙΠΟΛΙΣ · ΦΟΛΙΔΑ · ΦΟΛΙΔΟΕΙΔΗΣ · ΦΟΛΙΔΩΤΟΣ ΑΛΚΟΟΛ · ΑΛΚΟΟΛΗ · ΑΛΚΟΟΛΙΚΗ · ΑΛΚΟΟΛΙΚΟ · ΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ · ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ · ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΟ · ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΟΣ · ΑΝΤΙΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ · ΝΕΟΟΛΙΘΙΚΗ | |
ΝΕΟΟΛΙΘΙΚΗ ΑΛΚΟΟΛΙΚΗ · ΑΛΚΟΟΛΙΚΟ · ΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ · ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ · ΑΝΤΙΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ ΝΕΟΟΛΙΘΙΚΗ ΑΛΚΟΟΛΙΚΗ · ΑΛΚΟΟΛΙΚΟ · ΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ · ΑΝΤΙΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ |