ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΝΤΟΛ ... (46 elements)

ΑΝΤΟΛΦΟ · ΕΝΤΟΛΕΑΣ · ΕΝΤΟΛΕΣ · ΕΝΤΟΛΗ · ΕΝΤΟΛΗΣ · ΕΝΤΟΛΟΔΟΤΗΣ · ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΣ · ΚΟΥΒΕΝΤΟΛΟΙ · ΠΕΝΤΟΛΙΡΟ · ΤΣΙΜΕΝΤΟΛΑΣΠΗ

... ΟΝΤΟ ... (132 elements)

ΑΝΤΙΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ · ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ · ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΔΕΟΝΤΟΣ · ΘΕΟΝΤΟΡ · ΛΕΟΝΤΟΠΟΙΩ · ΛΕΟΝΤΟΣ · ΤΕΟΝΤΟΡ · ΤΕΟΝΤΟΡΟ

... ΔΟΝΤΟΛ ... (3 elements)

ΟΔΟΝΤΟΛΟΓΙΑ · ΠΕΡΙΟΔΟΝΤΟΛΟΓΙΑ · ΠΕΡΙΟΔΟΝΤΟΛΟΓΟΣ

... ΕΟΝΤΟΛ ... (4 elements)

ΑΝΤΙΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ · ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ · ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ

... ΙΟΝΤΟΛ ... (3 elements)

ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑ · ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΟΣ

... ΚΟΝΤΟΛ ... (2 elements)

ΚΟΝΤΟΛΑΖΟΣ · ΚΟΝΤΟΛΟΓΙΣ

... ΛΟΝΤΟΛ ... (2 elements)

ΜΕΛΛΟΝΤΟΛΟΓΙΑ · ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΟΣ

... ΝΟΝΤΟΛ ... (1 element)

ΛΑΧΑΝΟΝΤΟΛΜΑΣ

... ΟΝΤΟΛΜ ... (1 element)

ΛΑΧΑΝΟΝΤΟΛΜΑΣ

... ΟΝΤΟΛΟ ... (18 elements)

ΑΝΤΙΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΓΕΡΟΝΤΟΛΟΓΙΑ · ΓΕΡΟΝΤΟΛΟΓΟΣ · ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ · ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

... ΡΟΝΤΟΛ ... (4 elements)

ΓΕΡΟΝΤΟΛΟΓΙΑ · ΓΕΡΟΝΤΟΛΟΓΟΣ · ΡΟΝΤΟΛΦ · ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΛΟΓΟΣ