ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΟΝΟΤΡΟ ... (1 element)

... ΝΟΤΡΟ ... (11 elements)

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ · ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟ · ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ · ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ · ΚΥΝΟΤΡΟΦΕΙΟ · ΜΟΝΟΤΡΟΧΙΟΔΡΟΜΟΣ · ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ · ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΕΙΟ · ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ · ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑΣ

... ΟΝΟΤΡ ... (4 elements)

ΜΟΝΟΤΡΗΜΟ · ΜΟΝΟΤΡΟΧΙΟΔΡΟΜΟΣ · ΧΡΟΝΟΤΡΙΒΗ · ΧΡΟΝΟΤΡΙΒΩ

... ΜΟΝΟΤΡΟ ... (1 element)

ΜΟΝΟΤΡΟΧΙΟΔΡΟΜΟΣ

... ΟΝΟΤΡΟΧ ... (1 element)

ΜΟΝΟΤΡΟΧΙΟΔΡΟΜΟΣ