ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΝΟΚ ... (28 elements)el (28) : ΓΕΙΤΟΝΟΚΟΣ · ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΗΣ · ΜΟΝΟΚΛ · ΜΟΝΟΚΟΠΑΝΙΑ · ΜΟΝΟΚΟΡΕΣΜΕΝΟ · ΜΟΝΟΚΟΤΥΛΗΔΟΝΟ · ΜΟΝΟΚΟΤΥΛΗΔΟΝΩΝ · ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΣΕΩΣ · ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΣΗ · ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ | |
ΒΟΤΑΝΟΚΗΠΟΣ · ΒΟΥΒΩΝΟΚΗΛΗ · ΒΡΑΧΙΟΝΟΚΕΦΑΛΙΚΗ · ΘΑΜΝΟΚΕΔΡΟ · ΛΑΧΑΝΟΚΗΠΟΣ · ΜΟΝΟΚΕΡΟΣ · ΜΟΝΟΚΕΡΩΣ · ΝΟΚ · ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ · ΣΤΕΓΝΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΤΟΣ · ΔΑΙΜΟΝΟΛΟΓΙΑ · ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ · ΜΟΝΟΛΟΓΩ · ΜΟΝΟΛΟΓΩΝ · ΠΡΟΧΡΟΝΟΛΟΓΩ · ΡΑΔΙΟΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ · ΥΓΕΙΟΝΟΛΟΓΙΑ · ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ · ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ | |
ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΣΕΩΣ · ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΣΗ ΒΡΑΧΙΟΝΟΚΕΦΑΛΙΚΗ · ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΟ · ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΗΣ ΜΟΝΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ · ΜΟΝΟΚΑΤΟΙΚΙΑ · ΜΟΝΟΚΕΡΟΣ · ΜΟΝΟΚΕΡΩΣ · ΜΟΝΟΚΛ ΜΟΝΟΝΟΚΕ ΜΟΝΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ · ΜΟΝΟΚΑΤΟΙΚΙΑ ΒΡΑΧΙΟΝΟΚΕΦΑΛΙΚΗ · ΜΟΝΟΚΕΡΟΣ · ΜΟΝΟΚΕΡΩΣ · ΜΟΝΟΝΟΚΕ · ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΗΣ · ΜΟΝΟΚΛ ΓΕΙΤΟΝΟΚΟΣ · ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΟΣ · ΜΟΝΟΚΟΠΑΝΙΑ · ΜΟΝΟΚΟΡΕΣΜΕΝΟ · ΜΟΝΟΚΟΤΥΛΗΔΟΝΟ ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΟ · ΜΟΝΟΚΡΑΤΟΡΑΣ · ΜΟΝΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΜΟΝΟΚΥΚΛΟ · ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟΣ · ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΟΣ ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ ΓΕΙΤΟΝΟΚΟΣ |