ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΜΑΤΟΠ ... (6 elements)el (6) : ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΙΑ | |
ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ · ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ · ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΥΦΑΣΜΑΤΟΠΟΙΙΑ ΑΥΤΟΜΑΤΟ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΣ · ΟΝΟΜΑΤΟΘΕΤΩ · ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ · ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΙΑ · ΣΤΟΜΑΤΟΣ · ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ · ΤΟΜΑΤΟΧΥΜΟΣ | |
ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΙΑ ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΩ |