ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΚΟΡ ... (38 elements)el (38) : ΑΓΟΡΟΚΟΡΙΤΣΟ · ΒΥΘΟΚΟΡΗΣΗ · ΒΥΘΟΚΟΡΟΣ · ΒΥΘΟΚΟΡΩ · ΚΟΚΟΡΙΑ · ΛΥΓΕΡΟΚΟΡΜΟΣ · ΥΠΟΚΟΡΙΣΜΑ · ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΟ · ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΟΣ · ΦΥΓΟΚΟΡΙΣ | |
ΑΝΘΡΑΚΟΡΟΥΝΔΙΟ · ΔΙΑΚΟΡΕΥΩ · ΚΑΚΟΡΙΖΙΚΟΣ · ΚΑΚΟΡΡΕΥΜΑ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΑ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟΣ · ΡΑΚΟΡ · ΣΑΚΟΡΑΦΑ ΑΓΡΙΟΚΟΤΑ · ΑΛΛΟΚΟΤΑ · ΒΙΟΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ · ΕΠΙΝΟΗΤΟΚΟΤΗΤΑ · ΝΕΡΟΚΟΤΑ · ΠΕΡΙΠΛΟΚΟΤΗΤΑ · ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ · ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑΣ · ΦΡΑΓΚΟΚΟΤΑ · ΧΑΛΚΟΚΟΤΑ | |
ΦΥΓΟΚΟΡΙΣ ΒΥΘΟΚΟΡΗΣΗ · ΒΥΘΟΚΟΡΟΣ · ΒΥΘΟΚΟΡΩ ΑΓΡΙΟΚΟΡΑΚΑΣ · ΑΓΡΙΟΚΟΡΟΜΗΛΙΑ · ΑΓΡΙΟΚΟΡΟΜΗΛΟ ΚΟΚΟΡΑΚΙ · ΚΟΚΟΡΑΣ · ΚΟΚΟΡΕΛΙ · ΚΟΚΟΡΕΤΣΙ · ΚΟΚΟΡΕΥΟΜΑΙ ΑΤΜΟΚΟΡΒΕΤΤΑ ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΗ · ΜΟΝΟΚΟΡΕΣΜΕΝΟ · ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ · ΦΑΝΟΚΟΡΟΣ ΑΓΡΙΟΚΟΡΑΚΑΣ · ΚΟΚΟΡΑΚΙ · ΚΟΚΟΡΑΣ · ΝΥΧΤΟΚΟΡΑΚΑΣ · ΣΤΑΡΟΚΟΡΑΚΑΣ ΑΤΜΟΚΟΡΒΕΤΤΑ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ · ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ ΚΟΚΟΡΕΛΙ · ΚΟΚΟΡΕΤΣΙ · ΚΟΚΟΡΕΥΟΜΑΙ · ΚΟΡΟΚΟΡΕ · ΜΟΝΟΚΟΡΕΣΜΕΝΟ ΒΥΘΟΚΟΡΗΣΗ · ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΗ ΑΓΟΡΟΚΟΡΙΤΣΟ · ΚΟΚΟΡΙΑ · ΥΠΟΚΟΡΙΣΜΑ · ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΟ · ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΛΥΓΕΡΟΚΟΡΜΟΣ ΑΓΡΙΟΚΟΡΟΜΗΛΙΑ · ΑΓΡΙΟΚΟΡΟΜΗΛΟ · ΒΥΘΟΚΟΡΟΣ · ΚΟΚΟΡΟΜΑΧΙΑ · ΚΟΚΟΡΟΜΑΧΙΕΣ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ · ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΕΝΟ · ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΝΟΜΑΙ · ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΣΗ ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΗ ΑΠΟΚΟΡΩΝΑΣ · ΒΥΘΟΚΟΡΩ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ · ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΕΝΟ · ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΝΟΜΑΙ · ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΣΗ · ΑΠΟΚΟΡΩΝΑΣ ΑΓΟΡΟΚΟΡΙΤΣΟ · ΚΟΡΟΚΟΡΕ · ΛΥΓΕΡΟΚΟΡΜΟΣ · ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ · ΣΤΑΡΟΚΟΡΑΚΑΣ ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΗ · ΝΥΧΤΟΚΟΡΑΚΑΣ |