ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΔΟΚ ... (23 elements)el (23) : ΔΙΠΛΟΔΟΚΟΣ · ΔΩΡΟΔΟΚΗΜΑ · ΔΩΡΟΔΟΚΗΣΙΜΟΣ · ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ · ΔΩΡΟΔΟΚΟΥΜΕΝΟΣ · ΔΩΡΟΔΟΚΩ · ΡΟΔΟΚΑΣΤΑΝΙΑ · ΡΟΔΟΚΟΚΚΙΝΟ · ΡΟΔΟΚΟΚΚΙΝΟΣ · ΣΙΔΗΡΟΔΟΚΟΣ | |
ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΑ · ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ · ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ · ΔΟΚΗΤΙΣΜΟΣ · ΔΩΡΟΔΟΚΗΜΑ · ΔΩΡΟΔΟΚΗΣΙΜΟΣ · ΕΥΔΟΚΙΑ · ΕΥΔΟΚΙΜΩ · ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ · ΨΕΥΔΟΚΙΝΑΜΩΜΟ ΑΠΟΔΟΧΕΣ · ΑΠΟΔΟΧΗ · ΑΠΟΔΟΧΗΣ · ΑΠΟΔΟΧΩΝ · ΑΡΘΡΟΠΟΔΟΥ · ΚΛΕΠΤΑΠΟΔΟΧΟΣ · ΠΟΔΟΦΡΕΝΟ · ΥΠΟΔΟΧΕΑΣ · ΥΠΟΔΟΧΗ · ΥΠΟΔΟΧΗΣ | |
ΔΙΠΛΟΔΟΚΟΣ ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ · ΠΟΔΟΚΑΚΗ · ΡΟΔΟΚΑΣΤΑΝΙΑ ΔΩΡΟΔΟΚΗΜΑ · ΔΩΡΟΔΟΚΗΣΙΜΟΣ ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΖΩ · ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑ · ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ · ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ · ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΤΕΟΣ ΔΙΠΛΟΔΟΚΟΣ · ΔΩΡΟΔΟΚΟΥΜΕΝΟΣ · ΠΟΔΟΚΟΜΙΑ · ΡΟΔΟΚΟΚΚΙΝΟ · ΡΟΔΟΚΟΚΚΙΝΟΣ ΠΟΔΟΚΡΟΤΗΜΑ · ΠΟΔΟΚΡΟΤΩ ΔΩΡΟΔΟΚΩ ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑ · ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ · ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ · ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΤΕΟΣ · ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΑ ΔΩΡΟΔΟΚΗΜΑ · ΔΩΡΟΔΟΚΗΣΙΜΟΣ · ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ · ΔΩΡΟΔΟΚΟΥΜΕΝΟΣ · ΔΩΡΟΔΟΚΩ |