ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΤΡΟΦ ... (12 elements)el (12) : ΑΣΥΝΤΡΟΦΕΥΤΟΣ · ΔΕΝΤΡΟΦΥΤΕΥΩ · ΕΚΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΩ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΑ · ΣΥΝΤΡΟΦΟ · ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ | |
ΑΝΤΡΟΚΑΛΕΣΜΑ · ΑΝΥΠΑΝΤΡΟΙ · ΔΕΝΤΡΟΚΟΛΛΑ · ΕΝΤΡΟΜΟΣ · ΧΟΝΤΡΟΕΙΔΗΣ · ΧΟΝΤΡΟΚΑΜΩΜΕΝΟΣ · ΧΟΝΤΡΟΚΕΦΑΛΙΑ · ΧΟΝΤΡΟΚΕΦΑΛΟΣ · ΧΟΝΤΡΟΚΟΜΜΕΝΟΣ · ΧΟΝΤΡΟΚΟΠΙΑ ΔΗΜΗΤΡΟΦ · ΕΚΤΡΟΦΕΑΣ · ΕΚΤΡΟΦΕΙΟ · ΕΚΤΡΟΦΗ · ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΣ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΟ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΟΣ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΝΟ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΤΙΣΜΟΣ · ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ | |
ΔΕΝΤΡΟΦΥΤΕΥΩ · ΕΚΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ ΑΣΥΝΤΡΟΦΕΥΤΟΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΩ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΑ ΕΚΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΟ · ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΧΟΝΤΡΟΦΤΙΑΓΜΕΝΟΣ ΔΕΝΤΡΟΦΥΤΕΥΩ ΧΟΝΤΡΟΦΤΙΑΓΜΕΝΟΣ ΑΣΥΝΤΡΟΦΕΥΤΟΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΩ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΣ |