ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΟΧΡΩ ... (8 elements)el (8) : ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟ · ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟΣ · ΚΙΤΡΙΝΟΧΡΩΜΟΥ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΑΤΙΚΗ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΙΑ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΟΣ · ΣΚΟΤΕΙΝΟΧΡΩΜΟΣ | |
ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΟΥΣ · ΚΙΤΡΙΝΟΧΡΩΜΟΥ · ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΕΣ · ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΗ · ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΗΣ · ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΣ · ΟΙΝΟΧΡΟΥΝ · ΠΕΠΟΝΟΧΡΟΥΝ · ΠΕΠΟΝΟΧΡΟΥΣ · ΣΚΟΤΕΙΝΟΧΡΩΜΟΣ ΑΝΟΙΚΤΟΧΡΩΜΟΣ · ΑΝΟΙΧΤΟΧΡΩΜΟΣ · ΑΠΟΧΡΩΣΗ · ΑΣΒΕΣΤΟΧΡΩΜΑ · ΗΧΟΧΡΩΜΑ · ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟ · ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟΣ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΑΤΙΚΗ · ΣΑΡΚΟΧΡΩΜΟ · ΥΔΑΤΟΧΡΩΜΑ | |
ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟ · ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟΣ ΚΙΤΡΙΝΟΧΡΩΜΟΥ · ΣΚΟΤΕΙΝΟΧΡΩΜΟΣ ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟ · ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟΣ · ΚΙΤΡΙΝΟΧΡΩΜΟΥ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΑΤΙΚΗ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΜΟΝΟΧΡΩΜΑΤΙΚΗ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΙΑ · ΜΟΝΟΧΡΩΜΟΣ |