ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΟΧΛ ... (13 elements)el (13) : ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΟΣ · ΕΝΟΧΛΗΣΕΙ · ΕΝΟΧΛΗΣΗ · ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΑ · ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΟΣ · ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΕΝΟΧΛΩ · ΜΙΚΡΟΕΝΟΧΛΗΣΗ · ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ · ΠΑΡΕΝΟΧΛΩ | |
ΑΝΟΧΗ · ΑΝΟΧΗΣ · ΓΑΝΟΧΩΡΑ · ΕΥΗΝΟΧΩΡΙ · ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΟΥΣ · ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟ · ΚΑΣΤΑΝΟΧΡΩΜΟΣ · ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟΣ · ΛΙΜΝΟΧΩΡΙ · ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ ΕΝΟΧΛΟΥΜΑΙ · ΜΟΧΛΟ · ΜΟΧΛΟΔΙΑΚΟΠΤΗΣ · ΜΟΧΛΟΣ · ΟΧΛΟΒΟΗ · ΟΧΛΟΚΡΑΤΙΑ · ΟΧΛΟΣ · ΣΒΙΕΤΟΧΛΟΒΙΤΣΕ · ΥΠΟΧΛΩΡΙΟΥΧΟΣ · ΧΕΙΡΟΜΟΧΛΟΣ | |
ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΟΣ · ΕΝΟΧΛΗΜΕΝΑ · ΕΝΟΧΛΗΜΕΝΟΣ · ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΑ · ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΟΣ ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΟΣ · ΕΝΟΧΛΗΜΕΝΑ · ΕΝΟΧΛΗΜΕΝΟΣ · ΕΝΟΧΛΗΣΕΙ · ΕΝΟΧΛΗΣΗ ΕΝΟΧΛΟΥΜΑΙ ΕΝΟΧΛΩ · ΠΑΡΕΝΟΧΛΩ |