ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΝΟΠΟΙΗΤΟ ... (1 element)

... ΝΟΠΟΙΗΤ ... (5 elements)

ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΑ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΩΣ · ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΤΟΣ

... ΟΠΟΙΗΤΟ ... (15 elements)

ΑΝΑΞΙΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΑΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ · ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΑΣΥΣΤΗΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΑΤΑΚΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΤΟ · ΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ

... ΑΝΟΠΟΙΗΤΟ ... (1 element)

ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΤΟΣ

... ΝΟΠΟΙΗΤΟΣ ... (1 element)

ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΤΟΣ