ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΟΝΙΚΗ ... (3 elements)el (3) : ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ · ΚΑΝΟΝΙΚΗ · ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ | |
ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ · ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΣ · ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΣ · ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ · ΚΑΝΟΝΙΚΗ · ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ · ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΩ · ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ · ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΑΔΙΑΦΙΛΟΝΙΚΗΤΟ · ΑΔΙΑΦΙΛΟΝΙΚΗΤΟΣ · ΓΟΝΙΚΗΣ · ΕΙΚΟΝΙΚΗ · ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ · ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ · ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ · ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ · ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗΣ · ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΑ | |
ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ · ΚΑΝΟΝΙΚΗ · ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ |