ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΟΜΟ ... (87 elements)el (87) : ΑΡΧΙΟΙΚΟΝΟΜΟΣ · ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΟΣ · ΜΟΝΟΜΟΡΦΟΣ · ΝΟΜΟ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ · ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ | |
ΑΡΧΙΟΙΚΟΝΟΜΟΣ · ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΟΣ · ΕΥΓΝΟΜΟΝΩΣ · ΜΟΝΟΜΟΡΦΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ · ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΔΟΜΟΚΟ · ΔΟΜΟΣ · ΕΒΔΟΜΟ · ΕΒΔΟΜΟΣ · ΕΝΔΟΜΟΡΙΑΚΕΣ · ΛΙΘΟΔΟΜΟΣ · ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ · ΟΜΟ · ΠΟΛΕΟΔΟΜΟΣ · ΠΡΟΔΟΜΟΣ | |
ΑΝΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ · ΑΝΟΜΟΙΟΓΕΝΗΣ · ΑΝΟΜΟΙΟΓΕΝΩΣ · ΑΝΟΜΟΙΟΜΟΡΦΟΣ · ΑΝΟΜΟΣ ΕΥΓΝΟΜΟΝΩΣ ΧΗΝΟΜΟΡΦΟ · ΧΗΝΟΜΟΡΦΩΝ ΕΘΝΟΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΑ ΕΚΝΟΜΟΣ ΕΝΝΟΜΟ · ΕΝΝΟΜΟΣ · ΕΝΝΟΜΟΥ · ΣΥΝΝΟΜΟΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ · ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ · ΝΟΜΟΘΕΣΙΩΝ · ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ · ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΑΝΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ · ΑΝΟΜΟΙΟΓΕΝΗΣ · ΑΝΟΜΟΙΟΓΕΝΩΣ · ΑΝΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ · ΑΝΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΟΜΟΛΟΓΗΤΟΣ · ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ · ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΣΗ · ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΩ ΝΟΜΟΜΑΘΕΙΑ · ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ ΕΥΓΝΟΜΟΝΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΗ · ΜΟΝΟΜΟΡΦΟΣ · ΧΗΝΟΜΟΡΦΟ · ΧΗΝΟΜΟΡΦΩΝ ΑΝΟΜΟΣ · ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ · ΕΝΝΟΜΟΣ · ΝΟΜΟΣ · ΣΥΝΝΟΜΟΣ ΝΟΜΟΤΑΓΗΣ · ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ · ΝΟΜΟΤΥΠΗ · ΣΥΝΟΜΟΤΑΞΙΑ ΕΘΝΟΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΑ · ΕΝΝΟΜΟΥ · ΝΟΜΟΥ · ΝΟΜΟΥΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΑΡΧΙΟΙΚΟΝΟΜΟΣ · ΑΣΤΡΟΝΟΜΟΣ · ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΟΣ · ΜΟΝΟΜΟΡΦΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΟΚΡΑΤΙΑ · ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ · ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΣΗ · ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΩ · ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ |