ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΟΚΟ ... (27 elements)el (27) : ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΗ · ΓΕΙΤΟΝΟΚΟΣ · ΜΟΝΟΚΟΠΑΝΙΑ · ΜΟΝΟΚΟΡΕΣΜΕΝΟ · ΜΟΝΟΚΟΤΥΛΗΔΟΝΟ · ΜΟΝΟΚΟΤΥΛΗΔΟΝΩΝ · ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΣΕΩΣ · ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΣΗ · ΠΝΕΥΜΟΝΟΚΟΝΙΑΣΗ · ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ | |
ΒΟΤΑΝΟΚΗΠΟΣ · ΒΟΥΒΩΝΟΚΗΛΗ · ΒΡΑΧΙΟΝΟΚΕΦΑΛΙΚΗ · ΘΑΜΝΟΚΕΔΡΟ · ΛΑΧΑΝΟΚΗΠΟΣ · ΜΟΝΟΚΕΡΟΣ · ΜΟΝΟΚΕΡΩΣ · ΝΟΚ · ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ · ΣΤΕΓΝΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΑΓΡΙΟΚΟΤΑ · ΑΛΛΟΚΟΤΑ · ΒΙΟΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ · ΕΠΙΝΟΗΤΟΚΟΤΗΤΑ · ΝΕΡΟΚΟΤΑ · ΠΕΡΙΠΛΟΚΟΤΗΤΑ · ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ · ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑΣ · ΦΡΑΓΚΟΚΟΤΑ · ΧΑΛΚΟΚΟΤΑ | |
ΚΑΣΤΑΝΟΚΟΚΚΙΝΟ · ΚΑΣΤΑΝΟΚΟΚΚΙΝΟΣ · ΛΙΑΝΟΚΟΒΩ · ΦΑΝΟΚΟΡΟΣ · ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΗΣ · ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΙΑ · ΞΕΝΟΚΟΙΜΟΥΜΑΙ · ΞΕΝΟΚΟΥΜΠΟ · ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ ΞΙΝΟΚΟΛΟΚΥΘΑ · ΞΙΝΟΚΟΛΟΚΥΘΙΑ ΠΥΚΝΟΚΟΚΑΛΟΣ ΛΙΑΝΟΚΟΒΩ ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΗΣ · ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΙΑ · ΞΕΝΟΚΟΙΜΟΥΜΑΙ · ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΣΤΑΝΟΚΟΚΚΙΝΟ · ΚΑΣΤΑΝΟΚΟΚΚΙΝΟΣ · ΠΥΚΝΟΚΟΚΑΛΟΣ ΞΙΝΟΚΟΛΟΚΥΘΑ · ΞΙΝΟΚΟΛΟΚΥΘΙΑ · ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΣΕΩΣ · ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΣΗ ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΙΚΟ · ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΣ · ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΟ · ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΟΣ · ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ ΠΝΕΥΜΟΝΟΚΟΝΙΑΣΗ ΜΟΝΟΚΟΠΑΝΙΑ ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΗ · ΜΟΝΟΚΟΡΕΣΜΕΝΟ · ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ · ΦΑΝΟΚΟΡΟΣ ΓΕΙΤΟΝΟΚΟΣ ΜΟΝΟΚΟΤΥΛΗΔΟΝΟ · ΜΟΝΟΚΟΤΥΛΗΔΟΝΩΝ ΞΕΝΟΚΟΥΜΠΟ ΓΕΙΤΟΝΟΚΟΣ · ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΟΣ · ΜΟΝΟΚΟΠΑΝΙΑ · ΜΟΝΟΚΟΡΕΣΜΕΝΟ · ΜΟΝΟΚΟΤΥΛΗΔΟΝΟ ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΗ |