ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΕΥΣΤΙΚΟ ... (10 elements)

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ · ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ · ΓΕΥΣΤΙΚΟ · ΓΕΥΣΤΙΚΟΣ · ΓΕΥΣΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΓΕΥΣΤΙΚΟΤΗΣ · ΓΕΥΣΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΕΚΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ · ΕΜΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ

... ΝΕΥΣΤΙΚ ... (6 elements)

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗ · ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ · ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ · ΕΚΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ · ΕΜΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ

... ΝΕΥΣΤΙΚΟΣ ... (3 elements)

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ · ΕΚΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ · ΕΜΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ

... ΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ... (1 element)

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ

... ΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ... (5 elements)

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ · ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ · ΕΚΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ · ΕΜΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ