ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΔΥΜ ... (11 elements)el (11) : ΕΝΔΥΜΑ · ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ · ΕΝΔΥΜΑΣΙΩΝ · ΕΝΔΥΜΑΤΑ · ΕΝΔΥΜΑΤΟΘΗΚΗ · ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΟ · ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΟΣ · ΕΝΔΥΜΑΤΟΣ · ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ · ΕΠΕΝΔΥΜΕΝΟΣ | |
ΔΙΔΥΜΑ · ΔΙΔΥΜΗ · ΔΙΔΥΜΟ · ΔΙΔΥΜΟΙ · ΔΙΔΥΜΟΣ · ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ · ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ · ΕΠΙΔΙΔΥΜΙΔΑ · ΝΕΟΔΥΜΙΟ · ΤΡΙΔΥΜΟ ΑΝΑΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΟ · ΣΥΝΔΥΑΖΟΜΕΝΑ · ΣΥΝΔΥΑΖΩ · ΣΥΝΔΥΑΣΙΜΟΣ · ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗ · ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΟΣ · ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ · ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ · ΣΥΝΔΥΑΣΜΩΝ · ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΟΣ | |
ΕΝΔΥΜΑ · ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ · ΕΝΔΥΜΑΣΙΩΝ · ΕΝΔΥΜΑΤΑ · ΕΝΔΥΜΑΤΟΘΗΚΗ ΕΝΔΥΜΑ · ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ · ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ · ΕΝΔΥΜΑΣΙΩΝ · ΕΝΔΥΜΑΤΑ ΕΠΕΝΔΥΜΕΝΟΣ |