ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΔΟΛ ... (4 elements)el (4) : ΓΟΝΔΟΛΑ · ΓΟΝΔΟΛΙΕΡΗΣ · ΕΝΔΟΛΥΜΦΟΣ · ΙΝΔΟΛΟΓΟΣ | |
ΓΑΔΟΛΙΝΙΟ · ΔΟΛΙΑ · ΔΟΛΙΟΣ · ΔΟΛΙΟΤΗΤΑ · ΔΟΛΙΟΦΘΟΡΑ · ΔΟΛΙΟΦΘΟΡΕΑΣ · ΔΟΛΛΑΡΙΟ · ΘΕΟΔΟΛΙΧΟΣ · ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ · ΧΟΔΟΛΛΟΓΟΜΟΡ ΕΝΔΟΣΚΕΛΕΤΟΣ · ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΗ · ΕΝΔΟΣΚΟΠΙΟ · ΕΝΔΟΣΚΟΠΟΥΜΑΙ · ΕΝΔΟΣΚΟΠΩ · ΕΝΔΟΣΠΕΡΜΙΟ · ΕΝΔΟΣΤΡΕΦΗΣ · ΕΝΔΟΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ · ΙΝΔΟΣ · ΤΕΛΕΝΔΟΣ | |
ΕΝΔΟΛΥΜΦΟΣ ΙΝΔΟΛΟΓΟΣ ΓΟΝΔΟΛΑ ΓΟΝΔΟΛΙΕΡΗΣ ΙΝΔΟΛΟΓΟΣ ΕΝΔΟΛΥΜΦΟΣ ΓΟΝΔΟΛΑ · ΓΟΝΔΟΛΙΕΡΗΣ |