ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΑΠΛ ... (9 elements)el (9) : ΑΝΑΠΛΑΘΩ · ΑΝΑΠΛΑΣΗ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΝ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΩ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ | |
ΑΝΑΠΛΑΘΩ · ΑΠΛΑ · ΔΙΑΠΛΑΘΩ · ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟΣ · ΔΙΑΠΛΑΣΗ · ΔΙΑΠΛΑΣΙΑΖΟΜΑΙ · ΔΙΑΠΛΑΣΣΩ · ΔΙΑΠΛΑΣΤΙΚΟΣ · ΜΕΓΑΠΛΑΤΑΝΟΣ · ΜΕΤΑΠΛΑΘΩ ΑΝΑΠΡΟΕΞΟΦΛΗΣΗ · ΑΝΑΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ · ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ · ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ · ΒΟΝΑΠΑΡΤΗΣ · ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΖΩ · ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ · ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΖΟΜΑΙ · ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΩ · ΞΑΝΑΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΖΩ | |
ΑΝΑΠΛΑΘΩ · ΑΝΑΠΛΑΣΗ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΝ ΑΝΑΠΛΑΘΩ · ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΝ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΩ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ |