ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΑΜΟΡ ... (7 elements)el (7) : ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ | |
ΑΜΟΡΕ · ΑΜΟΡΙΤΕΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ · ΚΑΜΟΡΙΝΟ · ΤΑΚΑΜΟΡΙ ΑΔΥΝΑΜΟΣ · ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΟΣ · ΔΥΝΑΜΟΣΥΝΟΛΟ · ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΣ · ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΥ · ΝΑΜΟΥ · ΝΑΜΟΥΡ · ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ · ΤΕΤΡΑΔΥΝΑΜΟΣ · ΤΡΙΔΥΝΑΜΟΣ | |
ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ |