ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΑΜΕΤΡ ... (6 elements)el (6) : ΑΝΑΜΕΤΡΗΘΕΙ · ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ · ΑΝΑΜΕΤΡΙΕΜΑΙ · ΑΝΑΜΕΤΡΩ · ΞΑΝΑΜΕΤΡΗΜΑ · ΞΑΝΑΜΕΤΡΩ | |
ΑΜΕΤΡΙΑΣΤΟΣ · ΑΜΕΤΡΩΠΙΑ · ΑΝΑΜΕΤΡΩ · ΔΙΑΜΕΤΡΙΚΑ · ΚΑΤΑΜΕΤΡΩ · ΞΑΝΑΜΕΤΡΩ · ΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΗ · ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ · ΠΕΧΑΜΕΤΡΟ · ΤΕΤΡΑΜΕΤΡΟ ΑΝΑΜΕΤΑΔΙΔΩ · ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ · ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗΣ · ΑΝΑΜΕΤΑΤΡΕΠΩ · ΑΝΑΜΕΤΡΗΘΕΙ · ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ · ΑΝΑΜΕΤΡΙΕΜΑΙ · ΑΝΑΜΕΤΡΩ · ΞΑΝΑΜΕΤΡΗΜΑ · ΞΑΝΑΜΕΤΡΩ | |
ΑΝΑΜΕΤΡΗΘΕΙ · ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ · ΑΝΑΜΕΤΡΙΕΜΑΙ · ΑΝΑΜΕΤΡΩ · ΞΑΝΑΜΕΤΡΗΜΑ ΑΝΑΜΕΤΡΗΘΕΙ · ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ · ΞΑΝΑΜΕΤΡΗΜΑ ΑΝΑΜΕΤΡΙΕΜΑΙ ΑΝΑΜΕΤΡΩ · ΞΑΝΑΜΕΤΡΩ |