ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΜΨΗΦΙ ... (4 elements)el (4) : ΣΥΜΨΗΦΙΖΩ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΗ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΟΣ | |
ΠΑΜΨΗΦΕΙ · ΣΥΜΨΗΦΙΖΩ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΗ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΟΣ ΑΨΗΦΙΣΙΑ · ΑΨΗΦΙΣΤΑ · ΑΨΗΦΙΣΤΟΣ · ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ · ΚΑΤΑΨΗΦΙΣΗ · ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΚΟ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΗ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΟΣ · ΨΗΦΙΣΜΑ | |
ΣΥΜΨΗΦΙΖΩ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΗ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΜΨΗΦΙΖΩ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΗ · ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΟΣ |