ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΜΠΟΔ ... (17 elements)el (17) : ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΑ · ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΣ · ΕΜΠΟΔΙΑ · ΕΜΠΟΔΙΖΩ · ΕΜΠΟΔΙΣΘΕΙ · ΕΜΠΟΔΙΣΜΕΝΟΣ · ΕΜΠΟΔΙΣΩ · ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΖΩ · ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ · ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΤΙΚΟΣ | |
ΑΚΑΜΠΟΣ · ΑΝΗΜΠΟΡΙΑ · ΑΝΗΜΠΟΡΟΣ · ΓΚΡΑΜΠΟΦΣΚΙ · ΘΑΜΠΟΦΕΓΓΩ · ΚΑΜΠΟΣ · ΚΑΜΠΟΣΩΝ · ΜΠΟ · ΤΣΙΛΗΜΠΟΥΡΔΙΖΩ · ΤΣΙΛΗΜΠΟΥΡΔΙΣΜΑ ΑΠΟΔΟΧΕΣ · ΑΠΟΔΟΧΗ · ΑΠΟΔΟΧΗΣ · ΑΠΟΔΟΧΩΝ · ΑΡΘΡΟΠΟΔΟΥ · ΚΛΕΠΤΑΠΟΔΟΧΟΣ · ΠΟΔΟΦΡΕΝΟ · ΥΠΟΔΟΧΕΑΣ · ΥΠΟΔΟΧΗ · ΥΠΟΔΟΧΗΣ | |
ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΑ · ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΣ · ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ · ΕΜΠΟΔΙΖΩ · ΕΜΠΟΔΙΖΩΝ ΚΟΜΠΟΔΕΜΑ · ΚΟΜΠΟΔΕΝΩ · ΠΟΜΠΟΔΕΚΤΗΣ ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΑ · ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΣ · ΕΜΠΟΔΙΑ · ΕΜΠΟΔΙΖΩ · ΕΜΠΟΔΙΣΘΕΙ ΚΟΜΠΟΔΕΜΑ · ΚΟΜΠΟΔΕΝΩ · ΠΟΜΠΟΔΕΚΤΗΣ |