ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΜΟΝΟΜ ... (13 elements)el (13) : ΒΑΘΜΟΝΟΜΩ · ΜΟΝΟΜΑΝΗΣ · ΜΟΝΟΜΑΝΙΑ · ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ · ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ · ΜΟΝΟΜΑΧΩ · ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ · ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ · ΜΟΝΟΜΕΤΑΛΛΙΚΟΣ · ΜΟΝΟΜΟΡΦΟΣ | |
ΕΠΙΜΟΝΟΣ · ΛΟΜΟΝΟΣΟΒ · ΛΟΜΟΝΟΣΟΦ · ΜΟΝΟ · ΜΟΝΟΡΟΥΦΙ · ΜΟΝΟΣ · ΜΟΝΟΣΠΙΤΑ · ΜΟΝΟΣΥΛΛΑΒΑ · ΜΟΡΜΟΝΟΙ · ΜΟΡΜΟΝΟΣ ΑΡΧΙΟΙΚΟΝΟΜΟΣ · ΑΣΤΡΟΝΟΜΟΣ · ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΟΣ · ΜΟΝΟΜΟΡΦΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ · ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ | |
ΒΑΘΜΟΝΟΜΗΜΕΝΟΣ · ΒΑΘΜΟΝΟΜΗΣΗ · ΒΑΘΜΟΝΟΜΩ ΜΟΝΟΜΑΝΗΣ · ΜΟΝΟΜΑΝΙΑ · ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ · ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ · ΜΟΝΟΜΑΧΩ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ · ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ · ΜΟΝΟΜΕΤΑΛΛΙΚΟΣ ΒΑΘΜΟΝΟΜΗΜΕΝΟΣ · ΒΑΘΜΟΝΟΜΗΣΗ ΜΟΝΟΜΙΑΣ ΜΟΝΟΜΟΡΦΟΣ ΒΑΘΜΟΝΟΜΩ |