ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΜΕΤΡΙ ... (98 elements)el (98) : ΑΣΣΥΜΕΤΡΙΑ · ΒΑΡΟΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΒΥΘΟΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΚΡΑΝΙΟΜΕΤΡΙΚΟ · ΜΕΤΡΙΚΟ · ΠΑΧΥΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΡΑΔΙΟΓΩΝΙΟΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΤΡΙΓΩΝΟΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΥΔΡΟΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΙΚΟΣ | |
ΑΜΕΤΡΙΑΣΤΟΣ · ΜΕΤΡΙΑ · ΜΕΤΡΙΑΖΟΜΑΙ · ΜΕΤΡΙΑΖΩ · ΜΕΤΡΙΑΣΜΕΝΑ · ΜΕΤΡΙΑΣΜΕΝΗ · ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΣ · ΜΕΤΡΙΑΣΤΙΚΟΣ · ΝΕΤΡΙΝΟ · ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΑΛΓΗΣΙΜΕΤΡΟ · ΑΛΚΑΛΙΜΕΤΡΙΑ · ΑΝΤΙΜΕΤΡΟ · ΔΟΣΙΜΕΤΡΟ · ΕΠΙΜΕΤΡΗΤΗΣ · ΗΜΙΜΕΤΡΑ · ΜΕΤΡ · ΜΙΛΙΜΕΤΡΕ · ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΤΑΞΙΜΕΤΡΟ | |
ΑΜΕΤΡΙΑΣΤΟΣ · ΑΝΑΜΕΤΡΙΕΜΑΙ · ΔΙΑΜΕΤΡΙΚΑ · ΔΙΑΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΗ ΤΗΛΕΜΕΤΡΙΑ ΑΛΚΑΛΙΜΕΤΡΙΑ · ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΟΣ ΑΜΕΤΡΙΑΣΤΟΣ · ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ · ΜΕΤΡΙΑ · ΜΕΤΡΙΑΖΟΜΑΙ · ΜΕΤΡΙΑΖΩ ΑΝΑΜΕΤΡΙΕΜΑΙ ΒΑΡΟΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΒΥΘΟΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΚΡΑΝΙΟΜΕΤΡΙΚΟ · ΜΕΤΡΙΚΟ · ΟΠΤΙΚΟΜΕΤΡΙΚΟΣ ΜΕΤΡΙΟ · ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ · ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΗΣ · ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΩΣ · ΜΕΤΡΙΟΣ ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΙΣΜΟΣ ΜΕΤΡΙΩΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΑ · ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΗ · ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΟ · ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΟΣ ΒΑΡΟΜΕΤΡΙΚΗ · ΒΑΡΟΜΕΤΡΙΚΟ · ΒΑΡΟΜΕΤΡΙΚΟΣ · ΒΥΘΟΜΕΤΡΙΚΟ · ΒΥΘΟΜΕΤΡΙΚΟΣ ΑΣΣΥΜΕΤΡΙΑ · ΠΑΧΥΜΕΤΡΙΚΟΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ · ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ · ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ · ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟ · ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΣ |