ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΛΟΠΟΙΩ ... (9 elements)el (9) : ΑΓΓΛΟΠΟΙΩ · ΑΛΚΑΛΟΠΟΙΩ · ΑΠΛΟΠΟΙΩ · ΕΙΔΩΛΟΠΟΙΩ · ΛΥΟΦΙΛΟΠΟΙΩ · ΜΕΓΑΛΟΠΟΙΩ · ΜΕΛΟΠΟΙΩ · ΟΜΑΛΟΠΟΙΩ · ΥΛΟΠΟΙΩ | |
ΑΠΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ · ΑΠΛΟΠΟΙΩ · ΛΥΟΦΙΛΟΠΟΙΩ · ΠΙΛΟΠΟΙΟΣ · ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ · ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ · ΥΛΟΠΟΙΗΣΙΜΟΣ · ΥΛΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΥΛΟΠΟΙΩ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΩ · ΗΘΙΚΟΠΟΙΩ · ΚΑΚΟΠΟΙΩ · ΚΑΚΟΠΟΙΩΝ · ΚΟΝΣΕΡΒΟΠΟΙΩ · ΚΥΒΟΠΟΙΩ · ΟΡΙΣΤΙΚΟΠΟΙΩ · ΠΛΑΣΤΙΚΟΠΟΙΩ · ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΩ · ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΩ | |
ΑΛΚΑΛΟΠΟΙΩ · ΜΕΓΑΛΟΠΟΙΩ · ΟΜΑΛΟΠΟΙΩ ΑΓΓΛΟΠΟΙΩ ΜΕΛΟΠΟΙΩ ΛΥΟΦΙΛΟΠΟΙΩ ΑΠΛΟΠΟΙΩ ΥΛΟΠΟΙΩ ΕΙΔΩΛΟΠΟΙΩ |