ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΛΙΣΘΗΤ ... (3 elements)el (3) : ΑΝΤΙΟΛΙΣΘΗΤΙΚΟΣ · ΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ · ΥΔΡΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ | |
ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΩ · ΑΝΤΙΟΛΙΣΘΗΤΙΚΟΣ · ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ · ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΩ · ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ · ΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ · ΥΔΡΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ · ΨΕΥΤΟΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ ΑΝΤΙΟΛΙΣΘΗΤΙΚΟΣ · ΓΕΩΛΙΣΘΗΣΗ · ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΗ · ΟΛΙΣΘΗΜΑ · ΟΛΙΣΘΗΡΟΣ · ΟΛΙΣΘΗΡΟΤΗΤΑ · ΟΛΙΣΘΗΣΗ · ΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ · ΠΛΑΓΙΟΛΙΣΘΗΣΗ · ΥΔΡΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ | |
ΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ · ΥΔΡΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ ΑΝΤΙΟΛΙΣΘΗΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΟΛΙΣΘΗΤΙΚΟΣ · ΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ · ΥΔΡΟΛΙΣΘΗΤΗΡΑΣ |