ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΛΙΝΔΡ ... (17 elements)el (17) : ΕΡΓΑΤΟΚΥΛΙΝΔΡΟΣ · ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ · ΚΥΛΙΝΔΡΑΞΩΝ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΖΩ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗΣ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΟ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΟΣ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΕΝΟ · ΚΥΛΙΝΔΡΟΣ | |
ΕΡΓΑΤΟΚΥΛΙΝΔΡΟΣ · ΚΟΛΙΝΔΡΟΣ · ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΖΩ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗΣ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΟ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΟΣ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΕΝΟ · ΚΥΛΙΝΔΡΟΣ ΕΡΓΑΤΟΚΥΛΙΝΔΡΟΣ · ΚΟΛΙΝΔΡΟΣ · ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ · ΚΥΛΙΝΔΡΑΞΩΝ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΖΩ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΟ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΟΣ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΕΝΟ · ΚΥΛΙΝΔΡΟΣ | |
ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ · ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΙΚΗ · ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΙΚΟΣ · ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΟ · ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΟΣ ΚΥΛΙΝΔΡΑΞΩΝ ΚΥΛΙΝΔΡΙΖΩ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗΣ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΟ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΟΣ ΕΡΓΑΤΟΚΥΛΙΝΔΡΟΣ · ΚΟΛΙΝΔΡΟΣ · ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ · ΚΥΛΙΝΔΡΟΣ · ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ ΚΟΛΙΝΔΡΟΣ · ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ ΕΡΓΑΤΟΚΥΛΙΝΔΡΟΣ · ΚΥΛΙΝΔΡΑΞΩΝ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΖΩ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗ · ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗΣ |