ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΚΟΨ ... (11 elements)el (11) : ΚΑΚΟΨΗΜΕΝΟΣ · ΚΑΚΟΨΥΧΟ · ΚΟΨΗ · ΚΟΨΙΑ · ΚΟΨΙΔΗΣ · ΚΟΨΙΜΟ · ΚΟΨΟΧΟΛΙΑΖΩ · ΚΟΨΟΧΟΛΙΑΣΜΑ · ΚΟΨΟΧΡΟΝΙΑ · ΣΑΡΚΟΨΥΛΛΟΣ | |
ΓΚΟΑ · ΚΑΚΟΑΝΑΘΡΕΜΜΕΝΟΣ · ΚΑΚΟΑΝΑΤΡΕΦΩ · ΚΕΤΖΑΛΚΟΑΤΛ · ΚΟΑΛΑ · ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΗ · ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ · ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟΣ · ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ · ΤΣΙΚΟΜΕΚΟΑΤΛ ΑΠΟΨΕ · ΑΠΟΨΕΙΣ · ΑΠΟΨΕΩΝ · ΑΠΟΨΗ · ΑΠΟΨΗΣ · ΑΠΟΨΥΚΤΗΣ · ΑΠΟΨΥΞΗ · ΑΠΟΨΥΧΩ · ΛΙΠΟΨΥΧΟΣ · ΛΙΠΟΨΥΧΩ | |
ΚΑΚΟΨΗΜΕΝΟΣ · ΚΑΚΟΨΥΧΟ · ΚΑΚΟΨΥΧΟΣ ΚΑΚΟΨΗΜΕΝΟΣ · ΚΟΨΗ ΚΟΨΙΑ · ΚΟΨΙΔΗΣ · ΚΟΨΙΜΟ ΚΟΨΟΧΟΛΙΑΖΩ · ΚΟΨΟΧΟΛΙΑΣΜΑ · ΚΟΨΟΧΡΟΝΙΑ ΚΑΚΟΨΥΧΟ · ΚΑΚΟΨΥΧΟΣ · ΣΑΡΚΟΨΥΛΛΟΣ ΣΑΡΚΟΨΥΛΛΟΣ |