ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΚΟΡΠ ... (14 elements)el (14) : ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΟΜΑΙ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ · ΚΑΤΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΣ · ΣΚΟΡΠΙΖΟΜΑΙ · ΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΣΚΟΡΠΙΣΜΑ · ΣΚΟΡΠΩ | |
ΑΝΘΡΑΚΟΡΟΥΝΔΙΟ · ΔΙΑΚΟΡΕΥΩ · ΚΑΚΟΡΙΖΙΚΟΣ · ΚΑΚΟΡΡΕΥΜΑ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΑ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟΣ · ΡΑΚΟΡ · ΣΑΚΟΡΑΦΑ ΑΝΤΙΤΟΡΠΙΛΙΚΟ · ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ · ΕΠΙΔΟΡΠΙΟΣ · ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΣ · ΠΟΡΠΗ · ΣΚΟΡΠΙΑ · ΣΚΟΡΠΙΟΣ · ΤΟΡΠΙΛΙΖΩ · ΤΟΡΠΙΛΛΟΒΟΛΟ · ΦΡΕΙΚΟΡΠΣ | |
ΦΡΕΙΚΟΡΠΣ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΟΜΑΙ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ · ΣΚΟΡΠΙΑ ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΣ ΦΡΕΙΚΟΡΠΣ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΟΜΑΙ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ · ΚΑΤΑΣΚΟΡΠΙΖΩ |