ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΑΤΑΣΤΡ ... (22 elements)

ΚΑΤΑΣΤΡΑΜΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗ · ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΩ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΩΝΩ

... ΚΑΤΑΣΤ ... (73 elements)

ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ · ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ · ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ · ΚΑΤΑΣΤΟΛΙΣΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ

... ΚΑΤΑΣΤΡΑ ... (3 elements)

ΚΑΤΑΣΤΡΑΜΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗ · ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΩ

... ΚΑΤΑΣΤΡΕ ... (7 elements)

ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ

... ΚΑΤΑΣΤΡΟ ... (9 elements)

ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΑΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΑ

... ΚΑΤΑΣΤΡΩ ... (3 elements)

ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΩΝΩ

... ΟΚΑΤΑΣΤΡ ... (2 elements)

ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ