ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΚΑΤΑΛΟ ... (13 elements)el (13) : ΑΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΙΖΩ · ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΕΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΟ · ΚΑΤΑΛΟΓΟΓΡΑΦΗΣΗ · ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ · ΚΑΤΑΛΟΓΟΥΣ · ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ | |
ΑΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΙΖΩ · ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΕΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΟ · ΚΑΤΑΛΟΓΟΓΡΑΦΗΣΗ · ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ · ΚΑΤΑΛΟΓΟΥΣ · ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΜΑΙ · ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ · ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΕΝΟΣ · ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟ · ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΛΕΓΩΝ · ΚΑΤΑΛΕΠΤΩΣ · ΚΑΤΑΛΕΡΩΝΩ · ΚΑΤΑΛΕΥΚΟΣ · ΣΥΓΚΑΤΑΛΕΓΩ | |
ΑΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΟΣ ΑΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΙΖΩ · ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΕΟΣ · ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ · ΚΑΤΑΛΟΙΠΟ · ΚΑΤΑΛΟΙΠΟΣ ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ |