ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΚΑΤΑΛΗ ... (30 elements)el (30) : ΑΝΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ · ΑΝΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ · ΑΠΡΟΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ · ΕΥΚΑΤΑΛΗΠΤΑ · ΚΑΤΑΛΗΓΩ · ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΗ · ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΩ · ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ · ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ · ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ | |
ΑΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ · ΑΝΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ · ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΛΗΛΟΤΗΤΑ · ΚΑΤΑΣΠΑΤΑΛΗΣΗ · ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΗ · ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΩ · ΣΠΑΤΑΛΗ · ΣΠΑΤΑΛΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΜΑΙ · ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ · ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΕΝΟΣ · ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟ · ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΛΕΓΩΝ · ΚΑΤΑΛΕΠΤΩΣ · ΚΑΤΑΛΕΡΩΝΩ · ΚΑΤΑΛΕΥΚΟΣ · ΣΥΓΚΑΤΑΛΕΓΩ | |
ΑΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ · ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΑ · ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΗ · ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟ · ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ ΚΑΤΑΛΗΓΩ ΑΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ · ΑΝΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ · ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟΣ · ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΗ ΚΑΤΑΛΗΛΟΤΗΤΑ ΑΝΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ · ΚΑΤΑΛΗΞΗ · ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΑ · ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΗ · ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟ · ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ · ΑΠΡΟΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ ΚΑΤΑΛΗΣΤΕΥΣΗ · ΚΑΤΑΛΗΣΤΕΥΩ ΚΑΤΑΛΗΦΘΕΙ ΑΚΑΤΑΛΗΨΙΑ · ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ · ΚΑΤΑΛΗΨΗ · ΚΑΤΑΛΗΨΙΑ · ΚΑΤΑΛΗΨΙΑΣ ΑΝΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ · ΑΝΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ · ΑΠΡΟΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ · ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΗ · ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΩ ΕΥΚΑΤΑΛΗΠΤΑ |