ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΚΑΤΑΚ ... (64 elements)el (64) : ΑΚΑΤΑΚΤΗΤΟΣ · ΑΝΑΚΑΤΑΚΤΩ · ΑΞΙΟΚΑΤΑΚΡΙΤΑ · ΓΥΝΑΙΚΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ · ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ · ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ · ΚΑΤΑΚΤΩ · ΚΑΤΑΚΥΡΙΕΥΩ · ΚΑΤΑΚΥΡΩΝΩ · ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΗ | |
ΑΚΑΤΑΚΤΗΤΟΣ · ΑΝΑΚΑΤΑΚΤΩ · ΓΥΝΑΙΚΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ · ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ · ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ · ΚΑΤΑΚΥΡΙΕΥΩ · ΚΑΤΑΚΥΡΩΝΩ · ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΗ · ΠΑΤΑΚΑΣ · ΠΑΤΑΚΙ ΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ · ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΟΣ · ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ · ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ · ΕΠΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ · ΕΥΚΑΤΑΣΤΑΤΑ · ΕΥΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ · ΚΑΤΑ · ΠΟΛΥΚΑΤΑΣΤΗΜΑ · ΥΠΕΡΚΑΤΑΣΚΕΥΗ | |
ΑΚΑΤΑΚΤΗΤΟΣ · ΑΝΑΚΑΤΑΚΤΩ ΚΑΤΑΚΑΘΙ · ΚΑΤΑΚΑΘΙΑ · ΚΑΤΑΚΑΘΙΖΩ · ΚΑΤΑΚΑΘΙΣΜΑΤΑ · ΚΑΤΑΚΑΘΟΜΑ ΚΑΤΑΚΕΡΑΥΝΩΝΩ · ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΖΩ · ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΚΛΕΒΩ · ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ · ΚΑΤΑΚΛΙΣΗ · ΚΑΤΑΚΛΥΖΟΜΑΙ · ΚΑΤΑΚΛΥΖΩ ΚΑΤΑΚΟΒΩ · ΚΑΤΑΚΟΙΤΟΣ · ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟΣ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΑ · ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΑΞΙΟΚΑΤΑΚΡΙΤΑ · ΑΞΙΟΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ · ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΩ · ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΖΩ · ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΜΑ ΑΚΑΤΑΚΤΗΤΟΣ · ΑΝΑΚΑΤΑΚΤΩ · ΓΥΝΑΙΚΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ · ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ · ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ ΚΑΤΑΚΥΡΙΕΥΩ · ΚΑΤΑΚΥΡΩΝΩ · ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΗ ΑΞΙΟΚΑΤΑΚΡΙΤΑ · ΑΞΙΟΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ · ΓΥΝΑΙΚΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ · ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΣ |