ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΚΑΚΟΜ ... (12 elements)el (12) : ΚΑΚΟΜΑΘΑΙΝΩ · ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΟ · ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΟΣ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΑΣ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΗ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΗΣ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΑ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΚΟΣ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ · ΚΑΚΟΜΟΡΦΙΑ | |
ΒΛΑΚΟΜΟΥΤΡΟ · ΙΕΡΑΚΟΜΟΡΦΑ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΑΣ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΗ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΗΣ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΑ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΚΟΣ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ · ΚΑΚΟΜΟΡΦΙΑ · ΚΟΡΑΚΟΜΟΡΦΑ ΑΚΑΚΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΚΑΚΟ · ΚΑΚΟΠΙΣΤΙΑ · ΚΑΚΟΠΛΗΡΩΜΕΝΟΣ · ΚΑΚΟΠΛΗΡΩΝΩ · ΚΑΚΟΠΛΗΡΩΤΗΣ · ΚΑΚΟΠΟΙΕΙ · ΚΑΚΟΠΟΙΟ · ΣΤΕΝΟΣΟΚΑΚΟ · ΦΤΩΧΟΣΟΚΑΚΟ | |
ΚΑΚΟΜΑΘΑΙΝΩ · ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΟ · ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΟΣ ΚΑΚΟΜΕΤΑΧΕΙΡΙΖΟΜΑΙ · ΚΑΚΟΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΚΟΜΟΙΡΑΣ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΗ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΗΣ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΑ · ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΚΟΣ |