ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΚΑΘΟΡ ... (11 elements)el (11) : ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΗ · ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΟΣ · ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΗ · ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ · ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΗ · ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΣ · ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΖΩ · ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΗ · ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΟΣ | |
ΑΘΟΡΗΒΟΣ · ΑΘΟΡΥΒΑ · ΑΘΟΡΥΒΗ · ΑΘΟΡΥΒΟΣ · ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΗ · ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ · ΚΑΤΑΘΟΡΥΒΩ · ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΗ · ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΑ · ΚΑΘΟΛΙΚΟ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ · ΠΑΛΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ · ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ · ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΣ | |
ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΗ · ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΟΣ ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΗ · ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΟΣ · ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΗ · ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΖΩ · ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΗ · ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΟΣ |