ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΙΝΔΥΝ ... (26 elements)el (26) : ΑΚΙΝΔΥΝΑ · ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗ · ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΩ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ · ΚΙΝΔΥΝΕΥΩ · ΠΑΡΑΚΙΝΔΥΝΕΥΜΕΝΗ · ΠΑΡΑΚΙΝΔΥΝΕΥΜΕΝΟΣ · ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΑ · ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΕΥΩ | |
ΑΚΙΝΔΥΝΑ · ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ · ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗ · ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΩ · ΠΑΡΑΚΙΝΔΥΝΕΥΜΕΝΗ · ΠΑΡΑΚΙΝΔΥΝΕΥΜΕΝΟΣ · ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΑ · ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΕΥΩ · ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟΣ · ΡΥΨΟΚΙΝΔΥΝΟ ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑ · ΚΙΝΔΥΝΟ · ΚΙΝΔΥΝΟΙ · ΚΙΝΔΥΝΟΛΟΓΟΣ · ΚΙΝΔΥΝΟΣ · ΚΙΝΔΥΝΟΥ · ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟΣ | |
ΑΚΙΝΔΥΝΑ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ · ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΑ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗ · ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΩ · ΚΙΝΔΥΝΕΥΩ · ΠΑΡΑΚΙΝΔΥΝΕΥΜΕΝΗ · ΠΑΡΑΚΙΝΔΥΝΕΥΜΕΝΟΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΚΙΝΔΥΝΙΚΗ ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑ · ΚΙΝΔΥΝΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ · ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ · ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ · ΚΙΝΔΥΝΙΚΗ |