ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΙΚΥΚΛΩ ... (3 elements)el (3) : ΑΝΤΙΚΥΚΛΩΝΑΣ · ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΝΩ · ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΣΗ | |
ΑΝΤΙΚΥΚΛΩΝΑΣ · ΔΙΚΥΚΛΙΣΤΗΣ · ΔΙΚΥΚΛΟ · ΗΜΙΚΥΚΛΙΚΗ · ΗΜΙΚΥΚΛΙΚΟ · ΗΜΙΚΥΚΛΙΚΟΣ · ΗΜΙΚΥΚΛΙΟ · ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΝΩ · ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΣΗ · ΤΡΙΚΥΚΛΟ ΑΝΑΚΥΚΛΩΜΕΝΟ · ΑΝΑΚΥΚΛΩΝΩ · ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ · ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ · ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΙΜΟΣ · ΒΡΑΧΥΚΥΚΛΩΜΑ · ΚΥΚΛΩΜΑ · ΚΥΚΛΩΜΑΤΟΣ · ΚΥΚΛΩΨ · ΜΙΚΡΟΚΥΚΛΩΜΑ | |
ΑΝΤΙΚΥΚΛΩΝΑΣ · ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΝΩ ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΣΗ ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΝΩ · ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΣΗ ΑΝΤΙΚΥΚΛΩΝΑΣ |