ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΙΚΟΠΗ ... (3 elements)el (3) : ΠΕΡΙΚΟΠΗ · ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ · ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΙΚΟΣ | |
ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΡΕΑ · ΓΥΝΑΙΚΟΠΡΕΠΗΣ · ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ · ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟΦΟΡΟ · ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΔΑΡΟΣ · ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ · ΠΕΡΙΚΟΠΤΩ · ΠΕΡΙΚΟΠΤΩΝ · ΦΟΙΝΙΚΟΠΤΕΡΑ · ΦΟΙΝΙΚΟΠΤΕΡΟΣ ΑΠΟΚΟΠΗ · ΓΡΟΝΘΟΚΟΠΗΜΑ · ΓΥΑΛΟΚΟΠΗΜΑ · ΚΟΠΗ · ΛΑΜΠΟΚΟΠΗΜΑ · ΞΥΛΟΚΟΠΗΜΑ · ΠΡΟΚΟΠΗΣ · ΣΦΥΡΟΚΟΠΗΜΑ · ΦΤΕΡΟΚΟΠΗΜΑ · ΧΡΕΟΚΟΠΗΜΕΝΟΣ | |
ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ · ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ · ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗ |