ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΙΚΕΥΟ ... (6 elements)el (6) : ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ | |
ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΕΣ · ΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΣ · ΕΙΔΙΚΕΥΩ · ΕΚΛΑΙΚΕΥΜΕΝΟΣ · ΕΚΛΑΙΚΕΥΣΗ · ΕΚΛΑΙΚΕΥΩ · ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΩ · ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΗ · ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΣ · ΗΜΙΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΣ ΑΠΑΡΑΣΚΕΥΟΣ · ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΘΡΗΣΚΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ · ΣΚΕΥΟΘΗΚΗ · ΣΚΕΥΟΣ · ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΑΣ · ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΙΟ | |
ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΟΜΑΙ ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΥΟΜΑΙ · ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΥΟΜΑΙ |