ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΙΑΜΟΙ ... (2 elements)el (2) : ΔΙΑΜΟΙΡΑΖΩ · ΔΙΑΜΟΙΡΑΣΤΗΣ | |
ΑΜΟΙΒΑΙΑ · ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ · ΑΜΟΙΒΑΙΟ · ΑΜΟΙΡΑΣΤΟΣ · ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ · ΑΜΟΙΡΟ · ΑΜΟΙΡΟΛΟΓΗΤΟΣ · ΔΙΑΜΟΙΡΑΖΩ · ΔΙΑΜΟΙΡΑΣΤΗΣ · ΘΑΛΑΜΟΙ ΑΔΙΑΜΟΡΦΩΤΟΣ · ΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΔΙΑΜΟΝΗ · ΔΙΑΜΟΝΗΣ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΜΑΙ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΕΠΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΝΤΑΙΑΜΟΝΤ · ΠΡΟΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΤΣΙΑΜΟΥΛΗΣ | |
ΔΙΑΜΟΙΡΑΖΩ · ΔΙΑΜΟΙΡΑΣΤΗΣ ΔΙΑΜΟΙΡΑΖΩ · ΔΙΑΜΟΙΡΑΣΤΗΣ |