ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΘΡΕΦ ... (6 elements)el (6) : ΘΡΕΦΤΑΡΙ · ΘΡΕΦΩ · ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ · ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΩ · ΜΑΜΜΟΘΡΕΦΤΟΣ · ΜΑΜΟΘΡΕΦΤΟΣ | |
ΑΝΑΘΡΕΜΜΕΝΟΣ · ΘΡΕΜΜΑ · ΘΡΕΜΜΑΤΑ · ΚΑΘΡΕΠΤΗ · ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ · ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΩ · ΚΑΚΟΑΝΑΘΡΕΜΜΕΝΟΣ · ΚΑΛΟΑΝΑΘΡΕΜΜΕΝΟΣ · ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΟ · ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΟΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΠΡΕΦΑ · ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΣΥΣΤΡΕΦΕΙ · ΣΥΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΣΥΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΦΕΡΕΦΩΝΟ | |
ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ · ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΩ ΘΡΕΦΤΑΡΙ · ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ · ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΩ · ΜΑΜΜΟΘΡΕΦΤΟΣ · ΜΑΜΟΘΡΕΦΤΟΣ ΜΑΜΜΟΘΡΕΦΤΟΣ · ΜΑΜΟΘΡΕΦΤΟΣ |