ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΦΑΡΜΟ ... (18 elements)el (18) : ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΟ · ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΟΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΗ · ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ · ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΟΣ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ · ΠΡΩΤΟΕΦΑΡΜΟΖΩ | |
ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΟ · ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΟΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΗ · ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ · ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΟΣ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ · ΠΡΩΤΟΕΦΑΡΜΟΖΩ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΗ · ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ · ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΟΣ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΑ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΟΣ · ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΣ | |
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΗ · ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ · ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΕΦΑΡΜΟΖΟΜΑΙ · ΕΦΑΡΜΟΖΟΜΕΝΟΣ · ΕΦΑΡΜΟΖΩ · ΠΡΩΤΟΕΦΑΡΜΟΖΩ ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΟ · ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΟΣ · ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΟΣ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΑ · ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΟ · ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΕΦΑΡΜΟΖΩ |